Το ελαιόλαδο, όπως αναφέρεται σε έρευνα αγοράς για τον κλάδο του ελαιολάδου στην Ισπανία που εκπόνησε το Γραφείο ΟΕΥ της πρεσβείας μας στη Μαδρίτη, έχει την ίδια σημασία για την Ισπανία όσο και την Ελλάδα και τις υπόλοιπες μεσογειακές χώρες, με την κατανάλωσή του στην Ισπανία να είναι η δεύτερη παγκοσμίως μεγαλύτερη ανά κάτοικο μετά την Ελλάδα, με μεγάλη ωστόσο απόσταση, σύμφωνα με στοιχεία 2024 (24 λίτρα ετησίως ανά κάτοικο στην Ελλάδα, έναντι 14,2 λίτρα στην Ισπανία).
Η κουζίνα της χώρας και, ιδίως οι μεσογειακές Κοινότητες, συμπεριλαμβάνουν το ελαιόλαδο σχεδόν στο σύνολο των πιάτων τους. Αν και το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής καταναλώνεται, το ελαιόλαδο χρησιμοποιείται και σε παρασκευές άλλων προϊόντων, όπως σαπούνια και άλλα καλλυντικά προϊόντα.
Για ορισμένες περιοχές, η καλλιέργεια ελαιών και η μετέπειτα επεξεργασία για την παραγωγή του ελαιόλαδου είναι ύψιστης οικονομικής σημασίας, καθώς ένα μεγάλο μέρος των πολιτών βασίζει το εισόδημά του σε αυτό το προϊόν. Η
παραγωγή ξεπερνά κατά πολύ την εγχώρια κατανάλωση, με αποτέλεσμα η περίσσια ποσότητα να εξάγεται σε ολόκληρο τον κόσμο, κυρίως στην Ευρώπη και τις Η.Π.Α., με την Ασία να συνιστά αναδυόμενη αγορά για το ισπανικό
ελαιόλαδο. Οι περισσότερες αγορές πραγματοποιούνται από τα νοικοκυριά για ιδία χρήση. Μεγάλη είναι επίσης η ζήτηση από τα καταστήματα εστίασης, δεδομένης, όπως αναφέρθηκε, της σπουδαιότητας του προϊόντος για την κουζίνα της χώρας.
Η ζήτηση του ηλιέλαιου έχει σημειώσει μικρή αύξηση τα τελευταία έτη, καθώς αρκετοί καταναλωτές το επιλέγουν έναντι του ελαιόλαδου ιδίως για το τηγάνισμα, με το ελαιόλαδο, ωστόσο, να συνεχίζει να πρωτοστατεί με μεγάλη διαφορά, τάση η οποία δεν αναμένεται να μεταβληθεί ιδιαίτερα στο μέλλον, εξαιτίας της σημασίας του προϊόντος και των διατροφικών του χαρακτηριστικών για την ισπανική διατροφική κουλτούρα.
Γενικά, η σχέση ποιότητας-τιμής του ισπανικού ελαιολάδου είναι ιδιαίτερα υψηλή, ιδιαίτερα έτη της πανδημίας και λίγο μετά που οι τιμές είχαν μειωθεί σημαντικά βλάπτοντας τους ελαιοπαραγωγούς. Η παρατηρούμενη ωστόσο την τελευταία διετία ραγδαία αύξηση των τιμών του ελαιολάδου έχει δημιουργήσει σημαντικές ανησυχίες τόσο στους παραγωγούς όσο και στο ισπανικό Υπουργείο Γεωργίας, όσον αφορά τα προβλήματα που ενδέχεται να δημιουργήσει στην διάθεση του προϊόντος.
Η παρατηρηθείσα παρατεταμένη -με διακυμάνσεις- ξηρασία την διετία 2022-2024 που λιγόστεψε την εγχώρια παραγωγή, σε συνδυασμό με τις έντονες πληθωριστικές πιέσεις που άσκησαν στις τιμές του ελαιολάδου διεθνώς αφ’ ενός ο πόλεμος στην Ουκρανία και αφ’ ετέρου η πολεμική σύγκρουση στη Μ. Ανατολή, ώθησαν τις εγχώριες τιμές στις μεγάλες λιανεμπορικές αλυσίδες σε επίπεδα ακόμη και πλησίον των 15 ευρώ το λίτρο κατά περιόδους, καθιστώντας το ελαιόλαδο είδος πολυτελείας και προκαλώντας έντονες συζητήσεις στο εσωτερικό πολιτικό σκηνικό της χώρας.
Δεδομένου ότι η Ισπανία παραδοσιακά παράγει πάνω από το ήμισυ της ευρωπαϊκής και το 45% της παγκόσμιας παραγωγής, η χώρα διαθέτει θεσμούς αφοσιωμένους στην αγορά του ελαιόλαδου. Ειδικότερα, η Κοινότητα της
Ανδαλουσίας, από την οποία προέρχεται η μεγαλύτερη παραγωγή, στεγάζει παρατηρητήριο τιμών αλλά και κέντρα Έρευνας και Ανάπτυξης.
Τα πλέον χρησιμοποιούμενα παρατηρητήρια τιμών είναι αυτό της Κοινότητας Ανδαλουσίας (διεύθυνση:
https://ws142.juntadeandalucia.es/agriculturaypesca/observatorio/servlet/FrontController?action=UltimosPrecios&subsector=33&producto=33000&posicion=2291332), της Infaoliva (διεύθυνση https://www.infaoliva.com), της Olimerca (διεύθυνση: https://www.olimerca.com/precios) και της POOLred (διεύθυνση:
https://www.poolred.com), ενώ πλούσια πληροφόρηση για την εξέλιξη των τιμών του ελαιολάδου παρέχει επίσης η οικεία ιστοσελίδα του ισπανικού Υπουργείου Γεωργίας, στη διεύθυνση: https://www.mapa.gob.es/es/agricultura/temas/produccionesagricolas/aceite-oliva-y-aceitunamesa/Evolucion_precios_AO_vegetales.aspx.
Παράλληλα, στο Πανεπιστήμιο της Jaén (Universidad de Jaén), υπάρχουν μεταπτυχιακά προγράμματα για το ελαιόλαδο, ενώ γίνονται και πολλές έρευνες στον τομέα. Επιπλέον, οι γεωργοί εφαρμόζουν ολοένα πιο ανεπτυγμένη τεχνολογία, προκειμένου να αυξήσουν την ποιότητα του τελικού προϊόντος.
Ακόμη, στην πρωτεύουσα της Ισπανίας, Μαδρίτη, διατηρεί την έδρα του, από την ίδρυσή του, το Διεθνές Συμβούλιο Ελαιοκομίας (International Olive Council), το οποίο αποτελεί τον μοναδικό παγκόσμιο διακυβερνητικό οργανισμό στον τομέα του ελαιόλαδου και των επιτραπέζιων ελαιών. Κατέχει μοναδική θέση ως φόρουμ για την έγκυρη συζήτηση επί θεμάτων που κατεξοχήν ενδιαφέρουν τη βιομηχανία ελαιόλαδου και ελιάς. Θεωρείται, επίσης, σημείο επαφής μεταξύ των κλαδικών ενώσεων, της βιομηχανίας ελαιολάδου και του ευρύτερου κοινού.
Στόχος του είναι ο συντονισμός της παγκόσμιας συνεργασίας των χωρών-παραγωγών ελαιόλαδου, τόσο μεταξύ τους όσο και με τον ιδιωτικό τομέα, η προβολή και η προώθηση του ελαιόλαδου και της επιτραπέζιας ελιάς και η
αύξηση των εξαγωγών αυτών.
Επίσης, το Συμβούλιο συλλέγει και παρέχει σημαντικά στατιστικά στοιχεία που αφορούν τα εν λόγω προϊόντα, συντάσσει έρευνες και μελέτες ενώ παράλληλα λειτουργεί και ως παρατηρητήριο του κλάδου. Αποτελείται από 19 μέλη, ένα από τα οποία είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία αντιπροσωπεύει όλες τις χώρες που παράγουν ελιές και ελαιόλαδο. Τα μέλη της αντιπροσωπεύουν το 98% της παγκόσμιας παραγωγής ελαιόλαδου.
Γεγονός είναι ότι και στο ελαιόλαδο, όπως και σε άλλες κατηγορίες προϊόντων, οι Ισπανοί καταναλωτές επιλέγουν κατά βάση προϊόντα εγχώριας παραγωγής.
Επομένως, οι εισαγωγές της χώρας αφορούν συγκεκριμένους τύπους ελαιόλαδου, οι οποίοι διοχετεύονται κυρίως σε γαστρονομικά εστιατόρια ή πελάτες που ψάχνουν διαφορετικές ποιότητες και ποικιλίες ελαιολάδου. Στο πλαίσιο αυτό κινούνται γενικά και οι εξαγωγές ελληνικού ελαιολάδου, ενώ την τελευταία τριετία παρατηρούνται σημαντικότατες ισπανικές εισαγωγές ελληνικού ελαιολάδου, κυρίως σε μορφή χύδην, με σκοπό την κάλυψη των κενών στην εγχώρια παραγωγή. Το ελληνικό ελαιόλαδο θα πρέπει ωστόσο να στοχεύει στην διείσδυση και κατάληψη τμημάτων “niche” της εγχώριας αγοράς, όπως των προϊόντων delicatessen με ιδιαίτερη έμφαση και στα βιολογικά ελαιόλαδα, καθώς και στην κάλυψη περαιτέρω κενών που ενδεχομένως παρατηρούνται στην εγχώρια προσφορά.