Όπως αναφέρει το Γραφείο Οικονομικών & Εμπορικών Υποθέσεων της Πρεσβεία της Ελλάδας στην Κροατία, αντιδρώντας στις συνεχείς αυξήσεις τιμών, η μη κυβερνητική οργάνωση ‘Ηalo Inspektorat’ έχει ξεκινήσει εκστρατεία μποϊκοτάζ για «καταπολέμηση της αισχροκέρδειας» από εμπόρους λιανικής και παρόχους υπηρεσιών.
Η συμμετοχή του κροατικού καταναλωτικού κοινού είναι, μέχρι στιγμής, υψηλή, καθώς ως αποτέλεσμα των μποϊκοτάζ της 24ης και της 31ης Ιανουαρίου, ο κύκλος εργασιών της αγοράς μειώθηκε κατά 47% και 44%, αντιστοίχως, έναντι της 17ης Ιανουαρίου (τελευταίας Παρασκευής χωρίς μποϊκοτάζ).
Υπό το φως των ανωτέρω, η κροατική κυβέρνηση αποφάσισε να επιβάλει ανώτατα όρια τιμών σε 40 νέες κατηγορίες προϊόντων (επιπλέον των 30 υφισταμένων), με τη σχετική απόφαση να τίθεται σε ισχύ στις 7 Φεβρουαρίου.
Ο σχετικός κατάλογος περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, λάδι, αλεύρι, γάλα, κρέας, ψωμί, αρτοσκευάσματα, χυμούς και προϊόντα υγιεινής. Για τα 40 νέα προϊόντα οι έμποροι λιανικής οφείλουν να διασφαλίσουν ότι τουλάχιστον ένα είδος ανά κατηγορία είναι διαθέσιμο στην ανώτατη τιμή.
Εάν δε ένα συγκεκριμένο προϊόν εξαντληθεί, οφείλουν να προσφέρουν μια εναλλακτική στην ανώτατη τιμή. Για τα προϊόντα που περιλαμβάνονται στην αρχική λίστα των 30, εξακολουθεί να ισχύει ότι τα ανώτατα όρια τιμών αφορούν σε όλα τα προϊόντα, ανεξαρτήτως μάρκας ή κατασκευαστή.
Επιπροσθέτως, όλοι οι έμποροι λιανικής οφείλουν να αναρτήσουν κατάλογο με τα επιλεγμένα είδη ελεγχόμενων τιμών ανά κατηγορία, ενώ καταστήματα μεγαλύτερα από 400 τετραγωνικά μέτρα υποχρεούνται να δημιουργήσουν ξεχωριστά τμήματα αφιερωμένα στην πώληση προϊόντων με ελεγχόμενες τιμές.
Αναφερόμενος στην προαναφερθείσα απόφαση, ο Kροάτης Πρωθυπουργός, A. Plenković σημείωσε ότι αποσκοπεί στην προστασία των πιο ευάλωτων κοινωνικών ομάδων και προσέθεσε ότι η κυβέρνηση επιδιώκει να διατηρήσει τη σταθερότητα των τιμών, ενθαρρύνοντας, παράλληλα, τον ανταγωνισμό που θα μπορούσε να οδηγήσει σε περαιτέρω μειώσεις τιμών.
Από πλευράς του, ο Υπ. Οικονομίας, Α. Šušnjar ανέφερε ότι η απόφαση εντάσσεται στο πλαίσιο της κυβερνητικής πολιτικής για προστασία του βιοτικού επιπέδου των πολιτών και διευκρίνισε ότι υπόκειται σε αλλαγές, ανάλογα με την κατάσταση της αγοράς.