Η διμερής εμπορική σχέση μεταξύ Ελλάδας και Αυστραλίας, στον τομέα των αγαθών, παραμένει σταθερά πλεονασματική υπέρ της Ελλάδας, όπως αναφέρεται σε σχετική έρευνα αγοράς για τον κλάδο των τροφίμων και ποτών στην Αυστραλία, που εκπόνησε το Γραφείο οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων του Γενικού Προξενείου της Ελλάδας στο Σύδνεϋ. Το 2023, οι ελληνικές εξαγωγές ανήλθαν σε $244 εκατομμύρια, ενώ οι αυστραλιανές εξαγωγές προς την Ελλάδα ανήλθαν σε $60.8 εκατομμύρια.
Στον αγροδιατροφικό τομέα ειδικότερα, οι κύριες εξαγωγές από την Ελλάδα προς την Αυστραλία το 2024 περιλαμβάνουν παρασκευάσματα λαχανικών, φρούτων και ξηρών καρπών ($26.99 εκατ.), γαλακτοκομικά προϊόντα, αυγά, μέλι και άλλα εδώδιμα προϊόντα ($18.05 εκατ.), εδώδιμα λαχανικά και ορισμένες ρίζες και κονδύλους ($12.65 εκατ.), καθώς και
ποτά, οινοπνευματώδη και ξύδι ($4.24 εκατ.).
Από την άλλη πλευρά, οι κύριες εισαγωγές αγροδιατροφικών προϊόντων από
την Αυστραλία προς την Ελλάδα για το ίδιο έτος περιλαμβάνουν ελαιούχους σπόρους και καρπούς, σπόρους, φρούτα και δημητριακά ($47.73 εκατ.) και ψάρια, καρκινοειδή, μαλάκια και άλλα υδρόβια ασπόνδυλα ($1.06 εκατ.).
Σε διεθνές επίπεδο, το 2023 η Ελλάδα κατέλαβε την 56η θέση παγκοσμίως στις συνολικές εξαγωγές, με τα αγροδιατροφικά προϊόντα να αποτελούν σημαντικό μέρος αυτών. Στις κύριες εξαγωγές της περιλαμβάνονται προϊόντα όπως το καθαρό ελαιόλαδο και το τυρί. Η Αυστραλία, από την πλευρά της, κατατάχθηκε 20η παγκοσμίως στις συνολικές εξαγωγές για το 2023, με τον αγροδιατροφικό τομέα να διαδραματίζει καίριο ρόλο. Η Αυστραλία είναι ένας από τους μεγαλύτερους εξαγωγείς σιταριού παγκοσμίως, καταλαμβάνοντας τη δεύτερη θέση το 2022, και σημαντικός εξαγωγέας βοείου κρέατος.
Οι εμπορικές σχέσεις μεταξύ Ελλάδας και Αυστραλίας, αν και δεν είναι από τις σημαντικότερες για καμία από τις δύο χώρες, παρουσιάζουν δυναμική ανάπτυξης, ιδίως στον τομέα των αγροδιατροφικών προϊόντων, όπου η ζήτηση για ποιοτικά ελληνικά προϊόντα στην Αυστραλία και για αυστραλιανά προϊόντα στην Ελλάδα φαίνεται να αυξάνεται.
Εμπορικές σχέσεις Αυστραλίας – Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ)

Η ΕΕ αποτελεί σημαντικό εμπορικό εταίρο για την Αυστραλία στον αγροδιατροφικό τομέα, ενώ οι εμπορικές ροές χαρακτηρίζονται από πλεόνασμα υπέρ της ΕΕ. Το 2023, η ΕΕ εισήγαγε αυστραλιανά αγροδιατροφικά προϊόντα αξίας λίγο πάνω από 2,5 δισ. ευρώ, ενώ εξήγαγε προς την Αυστραλία προϊόντα αξίας περίπου 3,77 δισ. ευρώ.
Εισαγωγές ΕΕ από Αυστραλία (2023): Η κύρια κατηγορία είναι οι ελαιούχοι σπόροι (κυρίως κανόλα) και οι πρωτεϊνούχες καλλιέργειες (π.χ. φακές), αποτελώντας το 68% (1,73 δισ. ευρώ) των εισαγωγών. Ακολουθούν διάφορα ζωικά προϊόντα (282 εκατ. ευρώ), το κρασί (184 εκατ. ευρώ) και το βόειο κρέας (91 εκατ. ευρώ).
Εξαγωγές ΕΕ προς Αυστραλία (2023): Η Αυστραλία αποτελεί σημαντική αγορά για ευρωπαϊκά μεταποιημένα τρόφιμα και ποτά. Κορυφαίες κατηγορίες περιλαμβάνουν παρασκευάσματα δημητριακών (π.χ., ζυμαρικά, μπισκότα, αρτοσκευάσματα – 514 εκατ. ευρώ, 14%), μικτά παρασκευάσματα τροφίμων (352 εκατ. ευρώ, 9%), κρασί (318 εκατ. ευρώ, 8%), σοκολατοειδή και ζαχαρώδη (303 εκατ. ευρώ, 8%) και χοιρινό κρέας (286 εκατ. ευρώ, ~8%). Σημαντικοί προμηθευτές από την ΕΕ είναι η Γερμανία, η Ιταλία, η Γαλλία, η Ολλανδία, η Ισπανία, η Ιρλανδία, το Βέλγιο, ανάλογα με την κατηγορία προϊόντος. Παρά την ισχυρή εγχώρια παραγωγή σε πολλές κατηγορίες, η αυστραλιανή αγορά δείχνει ζήτηση για προϊόντα της ΕΕ που προσφέρουν διαφοροποίηση, υψηλή ποιότητα ή καλύπτουν κενά στην παραγωγή:
· Αλκοολούχα Ποτά: Η ποικιλία και η φήμη των ευρωπαϊκών κρασιών καθώς και γνωστές μάρκες ουίσκι και μπύρας, προσελκύουν Αυστραλούς καταναλωτές.
· Έτοιμα/Μεταποιημένα Τρόφιμα: Υψηλές εισαγωγές σε σοκολάτες, μπισκότα, ζυμαρικά κ.ά. · Χοιρινό Κρέας: Οι εισαγωγές καλύπτουν το έλλειμμα της εγχώριας παραγωγής, αν και υπόκεινται σε αυστηρούς υγειονομικούς περιορισμούς.
· Άλλα: Γαλακτοκομικά (ιδίως τυριά ειδικού τύπου), ελαιόλαδο, μεταποιημένα φρούτα/λαχανικά.
Προοπτικές ελληνικών προϊόντων και στρατηγικές προσεγγίσεις

Η αυστραλιανή αγορά, παρά τις προκλήσεις της, παρουσιάζει σημαντικές και ενδιαφέρουσες προοπτικές για τα ελληνικά τρόφιμα και ποτά. Η σύγκλιση των καταναλωτικών τάσεων προς την υγεία, την ποιότητα, την αυθεντικότητα και τις εθνικές γεύσεις δημιουργεί ένα ευνοϊκό περιβάλλον για προϊόντα που αποτελούν στυλοβάτες της ελληνικής/μεσογειακής διατροφής. Η ισχυρή παρουσία της ελληνικής ομογένειας λειτουργεί ως καταλύτης, διατηρώντας τη ζήτηση για
παραδοσιακά προϊόντα και διευκολύνοντας την αρχική διείσδυση, ενώ η ευρύτερη αναγνώριση των οφελών της μεσογειακής διατροφής προσελκύει και το γενικότερο αυστραλιανό καταναλωτικό κοινό.
Η αξιοποίηση αυτών των ευκαιριών προϋποθέτει την αντιμετώπιση συγκεκριμένων προκλήσεων:
· Αυστηρό Ρυθμιστικό Πλαίσιο: Οι απαιτήσεις βιοασφάλειας (BICON) και τα πρότυπα τροφίμων (FSANZ Code),
συμπεριλαμβανομένης της επισήμανσης, είναι αυστηρές και απαιτούν σχολαστική συμμόρφωση. Ειδικοί περιορισμοί (π.χ., για νωπά οπωροκηπευτικά, γαλακτοκομικά πλην τυριού/βουτύρου, προϊόντα αυγού από την Ελλάδα) αποτελούν σημαντικά εμπόδια πρόσβασης [DAFF, BICON; European Commission, Report on Trade and Investment Barriers].
· Έντονος Ανταγωνισμός: Η αγορά κυριαρχείται από μεγάλους λιανοπωλητές με ισχυρή διαπραγματευτική δύναμη, ισχυρά
εγχώρια brands και προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας, καθώς και εισαγωγές από άλλες χώρες με καθιερωμένη παρουσία (π.χ.,
Ιταλία, Ισπανία σε κατηγορίες όπως ελαιόλαδο, τυριά, αλλαντικά).
· Κόστος και logistics: Η γεωγραφική απόσταση αυξάνει το κόστος μεταφοράς και απαιτεί αποτελεσματική διαχείριση της εφοδιαστικής αλυσίδας.
Για την επιτυχή πλοήγηση σε αυτό το περιβάλλον, προτείνονται οι ακόλουθες στρατηγικές κατευθύνσεις για τους Έλληνες εξαγωγείς:
1. Διαφοροποίηση μέσω Ποιότητας & Αυθεντικότητας: Έμφαση στα μοναδικά ποιοτικά χαρακτηριστικά των ελληνικών προϊόντων. Η αξιοποίηση πιστοποιήσεων και (διεθνών) βραβεύσεων προϊόντων μπορεί να αποτελέσει ισχυρό εργαλείο διαφοροποίησης και προστασίας έναντι απομιμήσεων, ενισχύοντας την εικόνα αυθεντικότητας και υψηλής ποιότητας, ιδιαίτερα σε κατηγορίες όπως το ελαιόλαδο, η φέτα, οι ελιές.
2. Στόχευση στις Καταναλωτικές Τάσεις: Ανάπτυξη και προώθηση προϊόντων που ευθυγραμμίζονται με τις τάσεις για υγεία (π.χ., βιολογικά, με χαμηλή περιεκτικότητα σε ζάχαρη/αλάτι), ευκολία (π.χ., καινοτόμες συσκευασίες, έτοιμα συστατικά) και βιωσιμότητα (π.χ., πιστοποιήσεις, φιλικές προς το περιβάλλον συσκευασίες).
3. Αξιοποίηση Ψηφιακών Καναλιών: Επένδυση στο ηλεκτρονικό εμπόριο (e-commerce), είτε μέσω συνεργασίας με υπάρχουσες πλατφόρμες είτε μέσω δημιουργίας απευθείας καναλιών πώλησης. Η σημαντική ανάπτυξη των online πωλήσεων παντοπωλείου στην Αυστραλία [Βλ. OOSGA (2023), αναφορά στο Κεφ. Ε] αποτελεί κρίσιμη ευκαιρία. Το ψηφιακό μάρκετινγκ (social media, στοχευμένες καμπάνιες) είναι επίσης απαραίτητο.
4. Στρατηγικές Συνεργασίες: Επιλογή αξιοόπιστων εισαγωγέων/διανομέων με τεχνογνωσία στην αυστραλιανή αγορά
και πρόσβαση στα επιθυμητά κανάλια διανομής (mainstream retail, εξειδικευμένα καταστήματα, foodservice). Η οικοδόμηση ισχυρών, μακροχρόνιων σχέσεων είναι καθοριστική.
5. Συμμετοχή σε Εκθέσεις & Προβολή: Η παρουσία σε μεγάλες εμπορικές εκθέσεις (π.χ., Fine Food Australia) και η συμμετοχή σε δράσεις προώθησης (π.χ., γευσιγνωσίες, συνεργασίες με σεφ) ενισχύουν την αναγνωρισιμότητα και διευκολύνουν τη δικτύωση.
6. Παρακολούθηση Θεσμικού Πλαισίου: Συνεχής ενημέρωση για τις εξελίξεις στο ρυθμιστικό πλαίσιο (BICON, FSANZ) και τις εμπορικές διαπραγματεύσεις (π.χ., η έκβαση του ζητήματος των ΓΕ στην πιθανή ΣΕΣ ΕΕ-Αυστραλίας.
Συμπερασματικά, η αυστραλιανή αγορά τροφίμων και ποτών, αν και απαιτητική, προσφέρει πραγματικές ευκαιρίες ανάπτυξης για τα ελληνικά προϊόντα. Η αυξανόμενη ζήτηση για ποιοτικά, υγιεινά, αυθεντικά και εθνικά τρόφιμα, σε συνδυασμό με την ισχυρή ελληνοαυστραλιανή κοινότητα, δημιουργούν θετικές προοπτικές. Η επιτυχία, ωστόσο, εξαρτάται από την αποτελεσματικότητα των Ελλήνων εξαγωγέων να κατανοήσουν τις ιδιαιτερότητες της αγοράς, να συμμορφωθούν με το αυστηρό θεσμικό πλαίσιο, να διαφοροποιήσουν τα προϊόντα τους τονίζοντας τα μοναδικά τους
πλεονεκτήματα, και να επενδύσουν σε στοχευμένες στρατηγικές μάρκετινγκ και διανομής. Με τη σωστή προσέγγιση, τα ελληνικά τρόφιμα και ποτά μπορούν να ενισχύσουν περαιτέρω τη θέση τους και να διεκδικήσουν ένα σημαντικότερο μερίδιο σε αυτή τη δυναμική και εξελισσόμενη αγορά. Η περαιτέρω έρευνα σε επίπεδο καταναλωτικών αντιλήψεων και ανάλυσης μεριδίων ανά κατηγορία θα μπορούσε να προσφέρει ακόμη πιο στοχευμένες κατευθύνσεις.
Βασικοί Παράγοντες που Διαμορφώνουν την Αγορά Τροφίμων & Ποτών της Αυστραλίας

Η αγορά τροφίμων και ποτών της Αυστραλίας αποτελεί ένα δυναμικό και εξελισσόμενο πεδίο, του οποίου η πορεία διαμορφώνεται από ένα σύνολο αλληλένδετων παραγόντων. Η εύρωστη οικονομία της χώρας, με υψηλό κατά κεφαλήν ΑΕΠ [π.χ., World Bank Data. GDP per capita, PPP (current international $)] και τη φήμη της ως μιας από τις πιο ελεύθερες οικονομίες στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού, παρέχει τη βάση για σταθερές καταναλωτικές δαπάνες και ενθαρρύνει μια αγορά με ποικιλία και έντονο ανταγωνισμό.
Η ανταγωνιστικότητα της αυστραλιανής παραγωγής, τόσο σε πρώτες ύλες όσο και σε μεταποιημένα προϊόντα, μαζί με το εκτεταμένο δίκτυο Συμφωνιών Ελεύθερων Συναλλαγών (ΣΕΣ), ενισχύουν περαιτέρω την εξωστρέφεια και τη σύνδεσή της με τις παγκόσμιες αγορές.
Οι δημογραφικές τάσεις ασκούν επίσης σημαντική επιρροή. Η γήρανση του πληθυσμού ενισχύει τη ζήτηση για προϊόντα που προάγουν την υγεία και την ευεξία, εστιάζοντας σε θρεπτικά οφέλη και λειτουργικά συστατικά.
Παράλληλα, ο έντονος πολυπολιτισμικός χαρακτήρας της κοινωνίας, αποτέλεσμα διαδοχικών μεταναστευτικών κυμάτων, τροφοδοτεί μια συνεχή ζήτηση για αυθεντικές εθνικές κουζίνες και προϊόντα, δημιουργώντας ευκαιρίες για επιχειρήσεις που μπορούν να καλύψουν αυτές τις ποικίλες γευστικές και πολιτισμικές προτιμήσεις.
Ταυτόχρονα, οι Αυστραλοί καταναλωτές επιδεικνύουν αυξανόμενη περιβαλλοντική και κοινωνική συνείδηση. Η ευαισθητοποίηση για την κλιματική αλλαγή και τις επιπτώσεις της στη χώρα (ξηρασίες, πυρκαγιές) οδηγεί στην αναζήτηση προϊόντων από βιώσιμες και ηθικές πρακτικές παραγωγής. Η διαφάνεια στην εφοδιαστική αλυσίδα και η εταιρική
κοινωνική ευθύνη αποκτούν όλο και μεγαλύτερη σημασία στις αγοραστικές αποφάσεις. Η έμφαση στην προσωπική υγεία και ευεξία παραμένει ισχυρή, κατευθύνοντας τη ζήτηση προς προϊόντα που υπόσχονται ολιστική ευημερία.
Αυτοί οι παράγοντες μεταφράζονται σε κυρίαρχες καταναλωτικές τάσεις:
· Ευκολία και Καινοτομία: Η ανάγκη για γρήγορες και εύκολες λύσεις γευμάτων ενισχύει την αγορά έτοιμων γευμάτων, κιτ μαγειρικής, προϊόντων “on-the-go” και την ανάπτυξη του online delivery και ecommerce.
· Υγεία και Ευεξία: Στροφή προς φυσικά συστατικά, λειτουργικά τρόφιμα, προϊόντα με μειωμένη ζάχαρη/αλάτι/λιπαρά, φυτικές εναλλακτικές και προϊόντα που υποστηρίζουν την προληπτική υγεία.
· Βιωσιμότητα και Ηθική Κατανάλωση: Αυξημένη ζήτηση για βιολογικά προϊόντα, προϊόντα δίκαιου εμπορίου, με διαφανή
προέλευση και χαμηλό περιβαλλοντικό αποτύπωμα. Οι επιχειρήσεις που επιθυμούν να επιτύχουν στην αυστραλιανή αγορά
οφείλουν να παρακολουθούν στενά αυτές τις τάσεις και να προσαρμόζουν τα προϊόντα, τις διαδικασίες και τις στρατηγικές μάρκετινγκ ανάλογα.
Περιγραφή Κλάδου τροφίμων και ποτών – Γενικά Χαρακτηριστικά

Η Αυστραλία, η 13η μεγαλύτερη οικονομία παγκοσμίως με ονομαστικό ΑΕΠ 1,75 τρισεκατομμύρια δολάρια Αυστραλίας για το ημερολογιακό έτος 2024 [εκτίμηση World Economics], παρουσιάζει σημαντικές ευκαιρίες στον τομέα των τροφίμων και ποτών. Η υψηλή αγοραστική δύναμη των Αυστραλών, όπως αντικατοπτρίζεται στην 5η θέση παγκοσμίως ως προς τον μέσο πλούτο ανά ενήλικα και τη 2η θέση ως προς τον διάμεσο πλούτο ανά ενήλικα [στοιχεία λήξης 2024/ UBS Global Wealth Report/ABS, 2024], δημιουργεί πρόσφορο έδαφος για εισαγωγή και κατανάλωση προϊόντων τροφίμων και ποτών υψηλής ποιότητας.
Πράγματι, η οικονομική ανάπτυξη της χώρας τις τελευταίες τρεις δεκαετίες είναι σταθερή, με τον τομέα της μεταποίησης τροφίμων να παρουσιάζει επίσης ανοδική πορεία την τελευταία δεκαετία. Οι εισαγωγές τροφίμων και ποτών στην Αυστραλία παρουσιάζουν αυξητική τάση (ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης προβλέπεται στο 3,7% για την περίοδο 2020-2030), ενώ το ενδιαφέρον για μεσογειακά προϊόντα φέρεται να έχει σημειώσει άνοδο 12% την τελευταία πενταετία [Πηγή: Australian Food and Grocery Council].
Παράλληλα, η Αυστραλία καταγράφει σταθερή αύξηση του πληθυσμού της, με μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης 1,8% (στοιχεία έως Σεπτέμβριο 2024) [Πηγή: ABS, 2025], γεγονός που ενισχύει τη συνολική ζήτηση για ποιοτικά εισαγόμενα προϊόντα.
Η αγροτική παραγωγή της Αυστραλίας, αντικατοπτρίζοντας την τεράστια έκταση και τις ποικίλες κλιματικές ζώνες της, είναι εξαιρετικά διαφοροποιημένη, περιλαμβάνοντας μια ευρεία γκάμα προϊόντων όπως δημητριακά, μαλλί, κόκκινο κρέας, φρούτα, λαχανικά, ζάχαρη και κρασί. Οι Αυστραλοί αγρότες έχουν επιδείξει αξιοσημείωτη ευελιξία, προσαρμόζοντας την παραγωγή τους στις κλιματικές και αγοραστικές συνθήκες.
Γενικά, η κτηνοτροφία είναι ευρέως διαδεδομένη σε όλη τη χώρα, ενώ οι καλλιέργειες συγκεντρώνονται σε συγκεκριμένες
αγροοικολογικές ζώνες. Στην ανατολική ζώνη (Queensland/New South Wales), κυριαρχούν οι καλλιέργειες σιτηρών, βαμβακιού και ελαιούχων σπόρων. Η νότια ζώνη (Victoria, Τασμανία, Νότια Αυστραλία) επικεντρώνεται σε σιτηρά, κτηνοτροφία, αμπελουργία και οπωροκηπευτικά, με την παραγωγή να εξαρτάται από τις χειμερινές βροχοπτώσεις. Στη δυτική Αυστραλία, παρότι τα εδάφη είναι λιγότερο εύφορα και η παραγωγή βασίζεται στις χειμερινές βροχές, η υψηλή
μηχανοποίηση στηρίζει την εκτεταμένη παραγωγή σιτηρών.
Επιπλέον, η βόρεια Αυστραλία, με το τροπικό κλίμα της, χαρακτηρίζεται από την εκτατική βοσκή βοοειδών σε μεγάλες εκμεταλλεύσεις, καθώς και από εξειδικευμένες τροπικές καλλιέργειες όπως μάνγκο και μπανάνες. Ακολούθως, η αυστραλιανή βιομηχανία τροφίμων και ποτών αποτελεί έναν ζωτικό πυλώνα της εθνικής οικονομίας.