Βασικός στόχος των διμερών μας σχέσεων με την Ουγγαρία, σύμφωνα με τον Οδηγό Επιχειρείν Ουγγαρίας 2024, που εξέδωσε το Γραφείο Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων της πρεσβείας μας στη Βουδαπέστη, αποτελεί η περαιτέρω ανάπτυξη και διεύρυνση των οικονομικών και εμπορικών σχέσεων. Η Ουγγαρία είναι μια ευρωπαϊκή, ανοιχτή οικονομία, εκτός ευρωζώνης, με εξαγωγικό προσανατολισμό και σημαντική βιομηχανία. Εξαιτίας της χωροθεσίας της επηρεάζεται, σε σημαντικό βαθμό, από αναπτυγμένες και ισχυρές αγορές όπως της Γερμανίας, Αυστρίας και Ιταλίας. Το εμπορικό ισοζύγιο της Ουγγαρίας εμφανίζεται έντονα πλεονασματικό και οι εξαγωγές της χώρας αποτελούν την ατμομηχανή της οικονομίας.
Οι εξαγωγές ελληνικού ελαιολάδου στην Ουγγαρία, εμφανίζονται να έχουν ανοδική πορεία τα τελευταία έτη. Εξαιρετική προοπτική έχουν οι ελληνικές εξαγωγές επιτραπέζιων/βρώσιμων ελιών καθώς και ένα προϊόν με διαχρονική παρουσία στην ουγγρική αγορά, τα παρασκευασμένα ροδάκινα (ή διατηρημένα – Σ.Ο.200870).
Πιο αναλυτικά, τα εξαγόμενα ελληνικά αγροτικά προϊόντα τροφίμων στην Ουγγαρία, αντιμετωπίζουν ισχυρό ανταγωνισμό τόσο από την σημαντική εγχώρια παραγωγή σε τυροκομικά, σε σπορέλαια, σε φρούτα (φράουλες, καρπούζια, κλπ) και κηπευτικά (πιπεριές, ντομάτες, αγγούρια, λάχανα, κολοκύθια, μαρούλια, κ.ά.), όσο και από ευρωπαϊκές χώρες με ομοειδή εξαγωγικά αγροτικά προϊόντα (όπως η Ιταλία, η Ισπανία, η Ολλανδία, η Σλοβακία και η Ρουμανία).
Έντονος είναι και ο ανταγωνισμός από χώρες εκτός Ε.Ε. (Τουρκία, Σερβία, Ουκρανία). Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η περίπτωση ισχυρού ανταγωνισμού από χώρες που δεν παράγουν αγροτικά προϊόντα (π.χ. πορτοκάλια, ροδάκινα), αλλά που όμως, διαθέτουν μεγάλα κέντρα συγκέντρωσης, συσκευασίας και διανομής-logistics (π.χ. Γερμανία) και ως εκ τούτου λειτουργούν ως σημεία μεταποίησης και μεταφόρτωσης.
Επισημαίνεται επίσης και η συνήθης πρακτική του μέσου Ούγγρου καταναλωτή να προτιμά τα εγχώρια αγροτικά προϊόντα έναντι των εισαγόμενων, συνήθως λόγω κόστους, αλά και νοοτροπίας. Είναι προφανές ότι εξαιτίας του έντονου ανταγωνισμού από χώρες με ομοειδή προϊόντα (Ισπανία, Ιταλία), αλλά και των υψηλότερων τιμών των ελληνικών προϊόντων, οι ελληνικές εξαγωγές τυποποιημένων ειδών διατροφής (π.χ. ελιές, ελαιόλαδο, τυροκομικά, προϊόντα ΠΟΠ & ΠΓΕ, κλπ) στην ουγγρική αγορά, καταλαμβάνουν σχετικά μικρά μερίδια αγοράς.
Οι ανταγωνίστριες της Ελλάδας χώρες, προκειμένου να αυξήσουν τα μερίδιά τους στην ουγγρική αγορά, προωθούν προϊόντα με ανταγωνιστικές τιμές και υιοθετούν συγκεκριμένες προωθητικές ενέργειες διαφήμισης και προβολής των προϊόντων τους, οι οποίες περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων:
- καταχωρήσεις στον έντυπο/ηλεκτρονικό τύπο και σε ιστοσελίδες (websites)
- συμπερίληψη στα διαφημιστικά φυλλάδια και πραγματοποίηση γευσιγνωσιών σε καταστήματα τροφίμων
- στοχευμένες δημοσιεύσεις σε κλαδικά περιοδικά
- πρόσκληση φιλοξενίας των αρμοδίων αγοραστών (Buyers) από τη χώρα προέλευσης και παραγωγής των προϊόντων τροφίμων
- συμμετοχή σε εξειδικευμένες κλαδικές εκθέσεις αγροτικών προϊόντων τροφίμων
- εκδηλώσεις προβολής και προώθησης (π.χ. εβδομάδα προσφορών) σε καταστήματα τροφίμων
- ενημερωτικές εκδηλώσεις για επαγγελματίες (εισαγωγείς, διανομείς, buyers).
Συγκριτικό πλεονέκτημα για τα ελληνικά αγροτικά προϊόντα τροφίμων, το οποίο και πρέπει να αξιοποιούν οι Έλληνες εξαγωγείς, αποτελεί η πρώιμη παραγωγή, έναντι της ουγγρικής, κυρίως για κηπευτικά/λαχανικά (ντομάτες, αγγούρια, λάχανα, μαρούλια, σπαράγγια) και φρούτα (λεμόνια, μανταρίνια, ακτινίδια, βερίκοκα, σουλτανίνα, καρπούζια). Προοπτικές διείσδυσης στην ουγγρική αγορά παρουσιάζουν επίσης οι ξηροί καρποί, τα όσπρια (φακές, φασόλια) και διάφορα κατεψυγμένα λαχανικά (αρακάς, καρότο, μπρόκολο, σπανάκι, κουνουπίδι).
