Όπως αναφέρεται σε έρευνα αγοράς για τον κλάδο των γαλακτοκομικών προϊόντων στην Ουγγαρία, που εκπόνησε το γραφείο Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων της πρεσβείας μας στη Βουδαπέστη, το διμερές εμπόριο γαλακτοκομικών προϊόντων μεταξύ Ελλάδας και Ουγγαρίας αποτελεί σημαντικό μέρος της συνολικής οικονομικής συνεργασίας των δύο χωρών, που είναι και οι δύο μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ένταξή τους στην ΕΕ διευκολύνει το εμπόριο λόγω της απουσίας τελωνειακών δασμών και της εναρμόνισης των προτύπων και κανονισμών στην ενιαία αγορά.
Οι Ελληνικές εξαγωγές προς την Ουγγαρία αποτελούνται από τους ακόλουθους κωδικούς της Συνδυασμένης Ονοματολογίας (Σ.Ο) :
● 0403 Γιαούρτι, βουτυρόγαλα, πηγμένο γάλα και πηγμένη κρέμα, κεφίρ και άλλα γάλατα και κρέμες που έχουν υποστεί ζύμωση
Το 2023, η χώρα μας εξήγαγε προϊόντα αξίας 308,1 χιλ. ευρώ, παρουσιάζοντας πτώση της τάξης του 25,7% σε σύγκριση με το 2022, ανακόπτοντας καθαυτό τον τρόπο, την ανοδική πορεία των προηγούμενων ετών (2019 : € 167 χιλ., 2020 : € 174 χιλ., 2021 : € 363 χιλ., 2022 : € 414 χιλ.). Αξίζει να σημειωθεί, ότι το ελληνικό γιαούρτι εκτιμάται ιδιαίτερα για την ποιότητα και τη γεύση του και έχει μεγάλη απήχηση στην Ουγγαρία. Ωστόσο πρέπει να αναφέρουμε ότι στην ουγγρική αγορά συναντάμε πρακτικές αθέμιτου ανταγωνισμού, καθώς διαφορές συσκευασίες γιαουρτιών άλλων παραγωγών χωρών, φέρουν τοπωνύμια και σήματα της χώρα μας καθώς και τον επιθετικό προσδιορισμό «…τύπου ελληνικό», παραπλανώντας τον Ούγγρο καταναλωτή.
● 0405 Βούτυρα και άλλες λιπαρές ουσίες προερχόμενες από το γάλα
Γαλακτικές λιπαρές ύλες για επάλειψη Το 2023, η χώρα μας εξήγαγε προϊόντα αξίας 12,1 χιλ. ευρώ, παρουσιάζοντας αύξηση της τάξης του 7,1% σε σχέση με το 2022. Αν και οι ποσότητες του συγκεκριμένου κωδικού Σ.Ο. παραμένουν αμελητέες, η χώρα μας διατηρεί την παρουσία του προϊόντος πέραν της δεκαετίας. Το 2019 τα εξαγόμενα ελληνικά προϊόντα σε αξίες ανήλθαν στα € 8,8 χιλ., το 2020 στα € 12,4 χιλ. το 2021 στα € 11,7 χιλ. και το 2022 στα € 11,3 χιλ.)
● 0406 Τυριά και πηγμένο γάλα για τυρί
Ανάμεσα στα προϊόντα που εμπεριέχονται στον εν λόγω κωδικό συναντάμε την φέτα και άλλα τυριά της χώρα μας, όπως το κασέρι, το κεφαλοτύρι και την γραβιέρα, τα οποία τυγχάνουν υψηλής εκτίμησης από τον Ούγγρο καταναλωτή. Το 2023, η χώρα μας εξήγαγε προϊόντα αξίας 3,7 εκατ. ευρώ, παρουσιάζοντας σημαντική αύξηση της τάξης του 20,5% σε σύγκριση με το 2022.
Αξίζει να σημειωθεί ότι την πενταετία 2019 – 2023, η χώρα μας υπερτριπλασίασε σε αξίες τις εξαγωγές της, (2019 : € 1,1 εκατ.., 2020 : € 1,7 εκατ.., 2021 : € 2,4 εκατ., 2022 : € 3,1 εκατ.).
Αναλύοντας τα προϊόντα του ανωτέρω κωδικού, το 2023 η Φέτα (Σ.Ο. 04069032) συμμετέχει με εξαγωγές αξίες 3,6 εκατ. ευρώ, συγκαταλέγοντας την ως το 11ο κυριότερο εξαγωγικό προϊόν της χώρας μας στην Ουγγαρία. Την τελευταία πενταετία οι εξαγωγές της Φέτας στην Ουγγαρία παρουσιάζουν ανοδική πορεία και συγκεκριμένα το 2019 στα € 0,9 εκατ., το 2020 στα € 1,5 εκατ. το 2021 στα €2.0 εκατ. και το 2022 στα € 2,3 εκατ.
Αναφορικά με τον κωδικό Σ.Ο. 04069050 (Τυριά πρόβεια ή βουβαλίσια, σε δοχεία που περιέχουν άρμη ή σε ασκούς από δέρμα προβάτου ή κατσίκας), το 2023 οι ελληνικές εξαγωγές ανήλθαν σε αξίες τα € 221 χιλ. παρουσιάζοντας αύξηση της τάξης του 26,5% σε σχέση με το 2022 και με υπερδιαπλασιαμό των εξαγωγών τους από το 2019 και μετά (2019 : € 100,1 χιλ., 2020 : € 96,0 χιλ. το 2021 : € 151,5 χιλ. και 2022 € 174,6 χιλ.)
Ο όγκος και η αξία των ελληνικών εξαγωγών γαλακτοκομικών προϊόντων στην Ουγγαρία επηρεάζονται από τις προτιμήσεις των καταναλωτών, τις προσπάθειες μάρκετινγκ και τις διμερείς εμπορικές συμφωνίες.
Οι εποχιακές διακυμάνσεις και οι δραστηριότητες προώθησης μπορούν να οδηγήσουν σε διακυμάνσεις των στοιχείων των εξαγωγών. Επίσης, η αυξανόμενη δημοτικότητα της μεσογειακής διατροφής στην Ουγγαρία έχει ενισχύσει τη ζήτηση για ελληνικά γαλακτοκομικά προϊόντα.
Η ποιότητα και η αυθεντικότητα αποτελούν βασικά σημεία πώλησης των ελληνικών γαλακτοκομικών προϊόντων στην ουγγρική αγορά. Από την πλευρά της Ουγγαρίας οι εξαγωγές της στην Ελλάδα αφορούν τους κωδικούς κωδικό Σ.Ο.: 0401 (Γάλα και κρέμα γάλακτος (ανθόγαλα) που δεν είναι συμπυκνωμένα και δεν περιέχουν ζάχαρη ή άλλα γλυκαντικά).
Το 2023, η Ουγγαρία εξήγαγε στη χώρα μας προϊόντα αξίας 2,5 εκατ. ευρώ, παρουσιάζοντας σημαντική πτώση της τάξης του 41,1% σε σύγκριση με το 2022, ενώ το 2019 εξήγαγε προϊόντα αξίας € 6,6 εκατ., το 2020 € 3,5 εκατ., το 2021 με € 4,1 εκατ, και το 2022 : € 2,5 εκατ.), 0406 (Τυριά και πηγμένο γάλα για τυρί) με € 252 χιλ., και 04069029 (Kashkava) με εξαγωγές αξίας €126,6 χιλ. για το έτος 2023.
Οι εξαγωγές γαλακτοκομικών προϊόντων από την Ουγγαρία προς την Ελλάδα επηρεάζονται από την ανταγωνιστική τιμολόγηση και την ικανότητα κάλυψης της ζήτησης για προϊόντα υψηλής ποιότητας, ενώ το διμερές εμπόριο διαμορφώνεται από τη σχετική ισχύ των γαλακτοκομικών βιομηχανιών των δύο χωρών. Η ανταγωνιστική τιμολόγηση και η σταθερή ποιότητα καθιστούν τα ουγγρικά γαλακτοκομικά προϊόντα ελκυστικά στην ελληνική αγορά, με τις προωθητικές δραστηριότητες και τις εμπορικές εκθέσεις να ενισχύουν περαιτέρω την προβολή και τη ζήτηση τους.
Το εμπορικό ισοζύγιο γαλακτοκομικών προϊόντων μεταξύ Ελλάδας και Ουγγαρίας φαίνεται να διατηρεί μια σχετική ισορροπία, καθώς και οι δύο χώρες εισάγουν και εξάγουν σημαντικές ποσότητες γαλακτοκομικών προϊόντων. Αυτή η ισορροπία μπορεί να υποστεί διακυμάνσεις λόγω αλλαγών στις προτιμήσεις των καταναλωτών, τα επίπεδα παραγωγής και τις οικονομικές συνθήκες στις δύο χώρες.
Παράγοντες που επηρεάζουν αυτήν την ισορροπία περιλαμβάνουν τις διακυμάνσεις στα επίπεδα παραγωγής γαλακτοκομικών προϊόντων, τις καταναλωτικές προτιμήσεις που επηρεάζονται από διατροφικές τάσεις και μάρκετινγκ, τις οικονομικές συνθήκες που επηρεάζουν την αγοραστική δύναμη, καθώς και τις εμπορικές πολιτικές που προάγουν το ελεύθερο εμπόριο και απορρίπτουν τα εμπόδια.
Η αστάθεια στις τιμές των γαλακτοκομικών προϊόντων παγκοσμίως μπορεί να αποτελέσει μια πρόκληση για το εμπόριο, διότι επηρεάζει τη δυναμική του. Επιπλέον, οι αλλαγές στους κανονισμούς της ΕΕ ή σε εθνικές πολιτικές μπορούν να δημιουργήσουν ανακατατάξεις στις εμπορικές ροές. Ο ανταγωνισμός από άλλα κράτη μέλη της ΕΕ και παγκόσμιους παραγωγούς επίσης αποτελεί πρόκληση, καθώς μπορεί να προκαλέσει πίεση στις τιμές και στις πωλήσεις.
Ενώ όσον αφορά τις ευκαιρίες η καινοτομία στη βελτίωση της ποιότητας και συσκευασίας γαλακτοκομικών προϊόντων ανοίγει νέες προοπτικές στην αγορά. Οι αποτελεσματικές στρατηγικές μάρκετινγκ, ιδίως όσον αφορά την υγεία, μπορούν να ενισχύσουν τη ζήτηση για γαλακτοκομικά προϊόντα. Επιπρόσθετα, η ενίσχυση των διμερών εμπορικών σχέσεων και
συνεργασιών μπορεί να διευκολύνει την επιχειρηματική δραστηριότητα και να αυξήσει τους όγκους εμπορίου.
Συμπερασματικά, το διμερές εμπόριο γαλακτοκομικών προϊόντων μεταξύ Ελλάδας και Ουγγαρίας χαρακτηρίζεται από αμοιβαία οφέλη και ισορροπημένες εμπορικές ροές. Και οι δύο χώρες αξιοποιούν τα πλεονεκτήματά τους στην παραγωγή γαλακτοκομικών προϊόντων για να ικανοποιήσουν η μία τη ζήτηση της άλλης, υποστηριζόμενες από τα πλεονεκτήματα
της ένταξης στην ΕΕ. Ενώ υπάρχουν προκλήσεις όπως η αστάθεια των τιμών και οι κανονιστικές αλλαγές, υπάρχουν άφθονες ευκαιρίες για ανάπτυξη μέσω της καινοτομίας, της βελτίωσης της ποιότητας και του στρατηγικού μάρκετινγκ.
Οι εξαγωγές της Ελλάδας προς την Ουγγαρία περιορίζονται κυρίως σε προϊόντα ΠΟΠ όπως η φέτα. Εντούτοις, επισημαίνεται ότι τα στατιστικά στοιχεία των εισαγωγών, πολύ πιθανόν να μην αποδίδουν την πραγματική εικόνα, δεδομένου ότι τα ελληνικά τυροκομικά προϊόντα εισάγονται στην Ουγγαρία και από άλλες χώρες της Ε.Ε., όπως π.χ. από την Γερμανία (π.χ. περίπτωση καταστημάτων LIDL), αλλά και από μεμονωμένους εισαγωγείς που το προμηθεύονται από την γειτονική Αυστρία. Συνεπώς, σε αυτές τις περιπτώσεις, «καταγράφονται ως γερμανική ή αυστριακή εξαγωγή).
Τέλος, τα εξαγόμενα ελληνικά κτηνοτροφικά / αγροτικά προϊόντα τροφίμων στην Ουγγαρία, αντιμετωπίζουν ισχυρό ανταγωνισμό τόσο από την σημαντική εγχώρια παραγωγή, όσο και από ευρωπαϊκές χώρες με ομοειδή εξαγωγικά αγροτικά προϊόντα (όπως η Ιταλία, η Γαλλία, η Ολλανδία, η Σλοβακία, η Ρουμανία και η Βουλγαρία). Έντονος είναι και ο ανταγωνισμός από χώρες εκτός Ε.Ε. (Τουρκία, Σερβία). Επισημαίνεται επίσης και η συνήθης πρακτική του
μέσου Ούγγρου καταναλωτή να προτιμά τα εγχώρια αγροτικά προϊόντα έναντι των εισαγόμενων, συνήθως λόγω κόστους, αλλά και νοοτροπίας.